καταπύθω

καταπύθω
καταπύθω [pron. full] [ῡ],
A putrefy,

τὴν . . κατέπυσ' ἱερὸν μένος Ἠελίοιο h.Ap. 371

:—[voice] Pass. (with [tense] pf.

-πέπῡθα Hsch.

(-οιθα cod.)), become putrefied,

ξύλον . . · τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ Il.23.328

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταπύθω — (Α) 1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι 2. παθ. καταπύθομαι σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»] …   Dictionary of Greek

  • κατέπυσ' — κατέπῡσα , καταπύθω putrefy aor ind act 1st sg κατέπῡσε , καταπύθω putrefy aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπύθεται — καταπύ̱θεται , καταπύθω putrefy pres ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπύθετο — κατεπύ̱θετο , καταπύθω putrefy imperf ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”